ἀνοιμώξαντες

ἀνοιμώξαντες
ἀνοιμώζω
wail aloud
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατολοφύρομαι — (Α) κλαίω γοερώς, θρηνώ, οδύρομαι («πολλάκις ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀλοφύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι, βογκώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”